Quantcast
Channel: Στιχο-Μυθία
Viewing all 850 articles
Browse latest View live

ΤΟ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ ΣΟΥ

$
0
0
Τον πόνο που ένιωθες μου τον χρωστούσες...


Στιχοι: Ανδρεας Λαφης
Μουσικη: Ανδρεας Λαφης 
Τραγουδι: Ανδρεας Λαφης

ΓΙΑ ΑΓΑΠΗ ΜΙΛΑΓΕΣ ΚΙ ΕΓΩ ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΑ
ΤΩΡΑ ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ
ΠΟΥ ΝΥΧΤΑ ΕΦΥΓΕΣ
ΚΙ ΑΠ’ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΟΥΤΕ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕ
ΕΣΤΩ ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΜΕ ΣΚΕΦΤΕΙΣ

ΘΑ ΘΕΛΑ ΝΑ ΞΕΡΑ ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΣΕΣ
ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕΣ ΠΩΣ Μ’ΑΓΑΠΟΥΣΕΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΨΕΜΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΖΟΥΣΕΣ
ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΠΟΥ ΕΝΙΩΘΕΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΧΡΩΣΤΟΥΣΕΣ

ΚΙ ΑΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΟΛΑ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ
ΠΙΣΩ ΑΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΜΗ ΦΟΒΗΘΕΙΣ
ΔΕΝ ΘΑ’ ΣΑΙ ΜΟΝΗ ΣΟΥ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΘΑ Μ’ ΕΧΕΙΣ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ
ΕΣΤΩ ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΑΝ ΜΕ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙΣ

ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΒΑΛΕΣ ΠΟΝΟ
ΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΩΣ ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΟΥΣΕΣ
ΚΙ ΕΝΩ ΕΓΩ ΖΟΥΣΑ ΓΙΑ’ ΣΕΝΑ ΜΟΝΟ
ΕΣΥ ΣΤΟ ΨΕΜΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΖΟΥΣΕΣ

Άδης

$
0
0
Πιόνι αφήνεσαι στον αέρα στη σκακιέρα δειλά...

Στίχοι: Βαγγέλης Καζαντζής
Μουσική: Βαγγέλης Καζαντζής
Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης

Πετάς κι ονειρεύεσαι μα στο δρόμο αποκοιμιέσαι κρυφά
πιόνι αφήνεσαι στον αέρα στη σκακιέρα δειλά

Διψάς για νερό τριγυρνάς σαν το βρίσκεις στις πηγές του βουτάς
φόβων φλασκί κουβαλάς το γεμίζεις σαν το πίνεις μεθάς

Για ιδές σαλεύουνε της γης οι οδοιπόροι
σου στέλνουν μαντάτα μυστικά

Φως ποθητό που των ματιών καίει την κόρη
στου Άδη πως μοιάζει τα σκοτεινά

Κλαίνε

$
0
0
Στολίζουνε το φέρετρο που αγάπη το φιλά... 

Κλαίνε τα νεκρολούλουδα
κλαίνε απ'το πρωί
η πρώτη τους αγάπη
στο χώμα έχει θαφτεί.
 
Ο ήλιος δεν την βλέπει
η μέρα, το πρωί
μήτε η νύχτα το φεγγάρι
τ'αστέρια έχουν χαθεί...
 
Κλαίνε  όσοι αγάπησαν
της νιότης την χαρά
σήμερα δεν μοιράζουν
χαμόγελα γλυκά
 
Σήμερα ταξιδεύουν 
στον Άδη δυο πουλιά
που δεν θα κελαηδήσουν
της μέρας την χαρά.
 
Κλαίνε  τα νεκρολούλουδα
μαραίνονται πεθαίνουν
στολίζουνε το φέρετρο 
που αγάπη το φιλά. 

Γιώργος Τσελεμπής 

Φυσαρμόνικα

$
0
0
Ο χρόνος που κυλά πίσω κανένα δεν θα φέρει...

Άδειο το σπίτι στέκει ερημικό.
Στο βάθος φυσαρμόνικα που παίζει
τραγούδι σε ρυθμό ρομαντικό
και συ γερμένος σε μικρό τραπέζι.

Κλείνεις τώρα τα μάτια σου και πας
σε χώρες μακρυνές κι ονειρεμένες
τα πρόσωπα κοιτάζεις που αγαπάς
μαζί τους ζεις στιγμές ευτυχισμένες.

Παίζει κι η φυσαρμόνικα απαλά
με σε θαρρείς κι αυτή πως υποφέρει.
Σα να το ξέρει: ο χρόνος που κυλά
πίσω κανένα δεν θα φέρει.


Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Από τη συλλογή 'Κραυγές'

Εγώ για δύο (ένα αστείο η ζωή)

$
0
0
Μου λείπεις δίχως άλλοθι...

Στίχοι: Ελεάνα Βραχάλη
Μουσική: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου

Γράφω εγώ συνθήματα
γράμματα, μηνύματα
και ούτε μια απάντηση
χρόνια έχω συντροφιά
αντί για σένα μια σκιά

Μόνη τα μεγάλωσα
τα όνειρα που μάλωσα
που κλαίνε σε ζητούν διαρκώς
μα μου λείπεις δίχως άλλοθι
αχ, τι ζωή παράλογη

Ένα αστείο η ζωή
δεν έχει πώς, ούτε γιατί
κι εγώ που ζω καιρό για δύο
πια δε γελάω μ` αυτό τ` αστείο
εγώ για δύο

Φτιάχνω εγώ καφέ για δυο
και μιλάω στο κενό
σου συζητώ τα νέα μου
σε βλέπω στον καθρέφτη μου
σε νοιώθω εδώ συμπαίκτη μου

Ένα αστείο η ζωή
δεν έχει πώς, ούτε γιατί
κι εγώ που ζω καιρό για δύο
πια δε γελάω μ` αυτό τ` αστείο
εγώ για δύο

Δισκογραφία:
 Τάνια Τσανακλίδου - "Προσωπογραφία" (2009)

Και εσύ να χάνεσαι

$
0
0
Σήμερα κυκλοφορούνε μόνο τα ζυγά και τα όνειρα που έχουν λίγα κυβικά...


Στίχοι: Χρήστος Σταυρακούδης
Μουσική: Άρης Βλάχος
Ερμηνεία: Στ.Κραουνάκης - Πανος Μουζουράκης

Σύρματα ηλεκτροφόρα γύρω μου πολλά
και η αγάπη σε δυάρι ζει με δανεικά
στο μετρό κάποιος αλήτης μέρες να μετρά
μια ζωή από τσιμέντο και από χημικά

Απ'το ράδιο τραγούδια με σουξέ φτηνά
ενα χέρι να με σπρώχνει όλο πιο βαθιά
σήμερα κυκλοφορούνε μόνο τα ζυγά
και τα όνειρα που έχουν λίγα κυβικά

Και εσύ να χάνεσαι, εσύ να χάνεσαι
σαν σπίθα μέσα στη φωτιά και να μην νοιάζεσαι
που με χρειάζεσαι και όλο βιάζεσαι
είναι αργά μου λες και χάνεσαι

Με τους φόβους μου παρέα μέσα στη βροχή
και η νύχτα σαν θηρίο πάνω στη στροφή
περιμένει κάποιο λάθος κάτι να συμβεί
κάνω εγώ το πρώτο βήμα να έχει αφορμή

Περιπολικά σφυρίζουν φώτα δυνατά
κάποιος πήδηξε απ'το τρίτο από μοναξιά
πέφτει στάχτη απ΄το τσιγάρο μέσα στο ποτό
πάλι καίω το μυαλό μου για να ξεχάσω

Και εσύ να χάνεσαι, εσύ να χάνεσαι
σαν σπίθα μέσα στη φωτιά και να μην νοιάζεσαι
που με χρειάζεσαι και όλο βιάζεσαι
είναι αργά μου λες και χάνεσαι




Ομόνοια

$
0
0
Νίκο δεν ξεχνιέσαι!...


Στίχοι - Μουσική: Νίκος Μουτάφης
Ερμηνεία: Νίκος Μουτάφης

Περνώ απ'την Αιολου
τραγούδια του κώλου
ακούγονται μεσ'
απο ράδιο φτηνό
Και δυό μετανάστες
να δίνουν κρεμάστρες
στις τρείς δώρο η μία
με δύο ευρώ

Κοιτώ στην πλατεία
Σταδίου γωνία
και κάποιοι λαχεία
σταχέρια κρατούν
Την Τρίτη κληρώνει
Και τρείς αστυνόμοι
την πράσινη κάρτα
μιάς μαύρης ζητούν

Γωνία Μπακάκου
στου αγνώστου το κάπου
που κάποτε δίναν
εκεί ραντεβού
Εγώ περιμένω κι αδείαζει το τρένο
πολύβουο πλήθος
καθένας γι'αλλού

Μια μάνα κι οι κόρες
τσακώνονται ώρες
απ΄''εξω απ'το Χόντο
που πάνε να μπούν
Στα δυό τους τα Prada
γραμμένα τα πάντα
και μόνο τι τσάντα
κρατάς εκτιμούν

Στης πόλης το κέντρο
δεν έμεινε δέντρο
σε γκρίζο τσιμέντο
τα πόδια πατούν
Μ'απλά ποιός το χέζη
μονάχα κινέζοι
στα γύρω τα σπίτια
κρυφά κατοικούν

Η νύχτα εχει φύγει
μαζί της κι εσύ
Ομόνοια δέκα παρά το πρωί

Κρήτη

$
0
0
Κρήτη μου βιγλατόρισσα αφέντρα του πελάγου...
 
 
Πετάξανε  οι σταυραετοί  ως τις  ψηλές  μαδάρες
ανοίξανε  οι καστρόπορτες οι κλειδαμπαρωμένες
για  να διαβούνε λεύτεροι οι σαραντάπηχοι άντρες.
Γέμισε άστρα ο ουρανός, χιόνια  ο Ψηλορείτης
πως  καμαρώνει η  λυγερή η  θαλασσοζωσμένη
που είναι υφάντρα Του Έρωτα, της λεβεντιάς κεντήστρα.
Ολόγιομο φεγγάρι μου μη λυπηθείς το ασήμι
κι ασημοστόλισέ   τηνε, όλη απ'άκρη ως  άκρη
να λάμπει , να φεγγοβολά σαν το καθάριο δάκρυ.
Ήλιε μου κοσμογυρευτή σε ποια κορφή ν'ανέβω
να ιδώ ακρογιάλια αλαργινά να τα γλυκοφιλούνε
τα κύματα και τα πουλιά τ'αδικογερασμένα.
Φεγγάρι μου στη δύση σου σκύψε να τη φιλήσεις
στην άκρη σκύψε του γιαλού τη δίψα σου να σβήσεις
να φεγγαροστρωθεί ο αφρός  κι οι άνεμοι  καλεσμένοι
να ξεσηκώσουν πεθυμιές κι ονείρατα κι αγάπες
να μη χωρούν  τον  Έρωτα  όλες του κάστρου οι στράτες.
Ήλιε μου  λύχνε του ουρανού στο γλεντοκόπημα σου
ασ'τηνε να χτενίζεται και με τ'αποχτενίδια
που είναι χρυσά, που είναι αργυρά, που είναι μαλαματένια
της λευτεριάς και της Ζωής  να σμίγει δαχτυλίδια.
Αυγή στο σταυροδρόμι σου το αγγελομάχισμα μου
μες  τα  φαράγγια ν'ακουστεί, στα διάσελλα, στον κάμπο
να γίνει αέρας και καπνός  να φτάσει στην αυλή μου
κι ας βρει την πόρτα  ανοιχτή, στρωμένο το τραπέζι
να βρει το γέρο λυρατζή παλιό σκοπό να παίζει.
Μια χούφτα χώμα απάτητο απ'τις ψηλές μαδάρες
ήθελα να ΄χω φυλακτό στο ξένο προσκεφάλι
τις νύχτες να ονειρεύομαι πως η βροχή με φέρνει
κι απ'το  Ακρωτήρι  αντίπερα στο Βάι να μ'ανασταίνει.
Μ'ακούω κάλεσμα ακριβό στο αχνοφέγγισμα της
μαρμαροστρώνεται  ο γιαλός να ρθούν εχθροί και φίλοι
ένα  να  γίνουν οι καρδιές  να δώσουνε  τα χέρια
χορό να σύρουνε τρανό στα φεγγαρένια αλώνια.
Ψυχή μου ρόδο άλικο  είσαι και δε φοβούμαι
φωτιά πατείς  δε καίγεσαι, το δάκρυ δε σε πνίγει
έμπα σε τούτο το χορό, εγώ σε λευτερώνω 
γυρίζω τη μυλόπετρα και σταματώ το χρόνο.
Σιμώστε ξένοι και δικοί σε τούτο το γιορτάσι
πιαστείτε όλοι στο χορό τώρα που παίζει η λύρα
και  εσείς γερακοκούδουνα το σείστρο  μη λυπάστε
σημάνετε  για ν'ακουστεί παντού η γιορτή της Κρήτης
χαράς  είναι  ξεφάντωμα  και ειρήνης ευαγγέλιο.
Κόρες, ντυθείτε στα λευκά κόψτε μυρτιά και δάφνη
με παπαρούνες  του Μαγιού στεφανωφορεθείτε
και εσείς αγόρια αμούστακα φορέστε τα καλά σας
τα ρούχα εκείνα της Λαμπρής, της Κυριακής, της σκόλης
ορθώστε την κορμοστασιά τη μέση μη λυγάτε
και τραγουδείστε απ'την καρδιά  Ειρήνη χαίρε Ειρήνη
στο Μάλεμε  η λευτεριά  δόξας μυρτιές  αφήνει.
Κρήτη, εσύ είσαι το κλειδί που ανοίγει παραδείσους
εσύ είσαι ο τόπος ο ακριβός  ο μυρωμένος κήπος
μάθε μου εσύ τα βήματα, δείξε μου πως χορεύουν
απ'τη Ζωή ως το θάνατο και στην Αθανασία.
Αγρίμια μη μερώσετε και στο γιαλό  μη 'ρθείτε
μείνετε στις βουνοκορφές στα ριζιμιά χαράκια
είναι δική σας τούτη η γη κι ο κάμπος που 'ναι αγνάντια
και τα φαράγγια και οι σπηλιές όλα δικά σας είναι.
Εμάς μας σμίγει ο ουρανός , ο Έρωτας  κι ο Χάρος
μας σμίγει η άσπιλη βροχή, το παχνισμένο  χιόνι
η Αγάπη κι ο λεμονανθός  τη Μεγαλοβδομάδα,
το ανεμοκλάδι το ξερό, ο κεραυνός ,η σκέψη.
Μη φουρτουνιάζεις θάλασσα  μέρωσε  το θυμό σου
και άφησε με να  διαβώ στο σφραγισμένο τόπο
μη χάσω την τρανή γιορτή το σμίξιμο, το γλέντι
απόψε είναι  ένας λαός ολόκληρη η οικουμένη.
Ακριβομιλημένη εσύ και θαλασσοκρατούσα
απ'το αγγελοφτερούγισμα βγαλμένη η δύναμη σου
ποια  λειτουργιά σε ποια  εκκλησιά να κάμω στ'όνομα σου
με ποια  λουλούδια  ολόλευκα   να σ' ανθοστεφανώσω
κυρά στο αστραποφέγισμα κι αρχόντισσα στον ήλιο.
Νησί αγιασμένο μ'αίματα,  λιανοτραγουδισμένο
σκύβω σε μια ταφόπλακα που γράφει Βενιζέλος
ακούω μια  δυνατή ψυχή να τραγουδεί  ακόμα,
ακούω τους χτύπους της καρδιάς στο  νοτισμένο χώμα
κι ως παίζει η λύρα αλλαργινά παλιού καιρού ταξίμια
κόρη  ντυμένη στα λευκά  βγαίνει  από τα συντρίμια
κρατεί μια δάδα και ελιά με της καρδιάς το χέρι 
στο ιερό του Μίνωα κάτασπρο περιστέρι
τρεις κύκλους κάνει, κάθεται και η κόρη λέει 
''ελπίδα , δεν έχει  σύνορα  η καρδιά  η πιο γλυκειά πατρίδα ''.
Πετάει ο νους  στο Χάντακα πάνω απ'την πολιτεία
στο Μαρτινέγκο  ο στοχασμός, η μύηση, η θητεία...
Ψηλός σταυρός απέριττος κι ένα μονάχα κρίνο
στου τάφου πλάι τη σιωπή  να συντροφεύει εκείνον
παίρνεις το φως  μεταλαβιά  Μεγάλε Καζαντζάκη
στη φθινοπωρινή βροχή στο δειλινό αεράκι
κι ανοίγεις δρόμο στην καρδιά κι άλλη καρδιά ανταμώνει
και λέω καλή 'ναι η μοναξιά, καλή 'ναι κι ας πληγώνει.
Σε ποιαν εικόνα θεϊκή το είδα ή στ' όνειρο μου
ψηλά στα ουρανοθέμελα πίναν κρασί οι αγγέλοι
και σε άγιο δισκοπότηρο , διαμαντοσμιλεμένο
φέραν να πιεί η αρχόντισσα η κοντυλογραμμένη.
Μέσα στ'αστραποβόλημα  τ'αγαλματένιο χέρι
συνάζει όλα τα χρώματα για να σε  ζωγραφίσει
να σμίξει σ'ένα ξόμπλιασμα  Ανατολή και Δύση.
Κυρά μου περβολάρισσα σε κοραλλένιο κήπο
για εσένα αφήνω  της καρδιάς τον υστερνό μου χτύπο.
Εφτά ουρανοί, εφτά θάλασσες , εφτά στεριές κι αντέχω
χώμα στο χώμα σου ας γενώ  γεννήτρα του Ελ Γκρέκο.
Χίλιες μου φέρνουν μυρωδιές τα κύματα  κι ο αέρας
με πήραν οι Χαϊνηδες  σεργιάνι στα φαράγγια
με τ'αλλαξοφεγγάριασμα γεννιέται το τραγούδι
και στ'αποδιαφωτίσματα  ανοίγει η ψυχή λουλούδι.
Κρήτη μου βιγλατόρισσα αφέντρα του πελάγου
οι αντρειωμένοι τ'Αρκαδιού με το Δασκαλογιάννη
στο μεσοστύλι τ'ουρανού έχουν στρωμένη τάβλα.
Γλεντά ο Χορτάτζης, δίπλα του στην πέννα ο Κορνάρος
και η Μαρία απ'την Κριτσά κι ο Καζανομανόλης
μια μάζωξη για την τιμή και την αντρειοσύνη
και παραδίπλα  ο Σγουρός με το Βασιλογιώργη
κι ο Κόρακας κι ο Ροδινός , ο Κιόρος κι ο Ξυλούρης
και το  κερκέλι στου παππού την πόρτα όπως πρώτα
χτυπά  και πέφτει το κλειδί στη στερεμένη βρύση.
Πληθύνανε οι θύμησες, οι μνήμες με καλούνε
αντάρα και πηχτός  καπνός  εθόλωσε ο νους μου
... εδώ δεν είναι που αγαπώ εδώ είναι τόπος ξένος
αλλού με πάει η ζωή κι αλλού με  θέλει η Αγάπη...
θεριεύει  άγρια η φωνή σκίζει τα σωθικά μου
... πέντε κολυβογράμματα  σου κάνουνε το χρέος
θεριό είναι ανήμερο  θεριό μα και πανώριο
το χώμα τούτο που πετά βλαστούς κι αγάπης φύτρα
με της Αυγής το πρώτο φως  ντυμένο τα όνειρα μου
στο λιόγερμα η σκέψη μου τη νύχτα ο 'Ερωτας μου.
Κρήτη στο φως του Αυγερινού  άρωμα εσύ και χρώμα
στο ευλογημένο χώμα σου κι εγώ μια χούφτα χώμα.

...όχι  ότι  ξέμπλεξα  ...  προσπάθησα  άλλη  μια  φορά...
από το 1989   προσπαθώ  και πάντα  κάτι  λείπει... 
είναι σίγουρα πιο δυνατές οι εικόνες  που έχω φυλάξει στο μυρογυάλι  της ψυχής μου  ... 
δε βρίσκω  λέξεις   και τρόπο για να τις εκφράσω...
όπως και να έχει η Κρήτη αποτελεί  και στη δική  μου περίπτωση χρέος τιμής

από καρδιάς
εν'ονόματι Της Αγάπης
 
Χαρούλα Βερίγου 

Μικρή μου κ αδέσποτη πατρίδα

$
0
0
Έτσι σε έμαθα και έτσι εγώ σε θέλω: μία αρχόντισσα να βγάζω το καπέλο!...

Στίχοι : Νίκος Μαρουλάκης
Σύνθεση : Νίκος Μαρουλάκης – Κώστας Ζυγουράκης
Ερμηνεία : Κώστας Ζυγουράκης
Ενορχήστρωση: S.K. Studio

Με το ένα χέρι κάνεις το σταυρό σου
με τ’ άλλο τους εχθρούς σου πολεμάς
κι αν μίκρυνε πολύ το σύνορο σου
του κόσμου τις φυλές όλες χωράς

Ποτέ να πιεις νερό δεν ξεπεζεύεις
στα πέρατα της γης που τριγυρνάς
ποτέ εσύ ποτέ δεν ζητιανεύεις
κι αν τόσα σου χρωστάνε δεν χρωστάς

Έτσι σε έμαθα και έτσι εγώ σε θέλω
μία αρχόντισσα να βγάζω το καπέλο
μια ηρωίδα άφθαρτη στο χρόνο
να ‘μαι περήφανος και να σε καμαρώνω

Έτσι σε έμαθα και έτσι εγώ σε θέλω
μία αρχόντισσα να βγάζω το καπέλο
την ιστορία που ‘χεις φτιάξει να τιμάς
κι όχι τα κάστρα σε βαρβάρους να πουλάς


Γεννιέσαι απ’ τις στάχτες χρόνια τώρα
και ματωμένα χώματα πατάς
κάνε κουράγιο να περάσει αυτή η μπόρα
παρ’ τη σημαία και ψηλά να την κρατάς

Μικρή μου και αδέσποτη πατρίδα
στο κέντρο της φωτιάς να μη μου πας
μπορείς ακόμα να την σώσεις την παρτίδα
τα μαύρα της σκλαβιάς μην τα φοράς

Έτσι σε έμαθα και έτσι εγώ σε θέλω
μία αρχόντισσα να βγάζω το καπέλο
μια ηρωίδα άφθαρτη στο χρόνο
να ‘μαι περήφανος και να σε καμαρώνω

Έτσι σε έμαθα και έτσι εγώ σε θέλω
μία αρχόντισσα να βγάζω το καπέλο
την ιστορία που ‘χεις φτιάξει να τιμάς
κι’ όχι τα κάστρα σε βαρβάρους να πουλάς

Μικρή μου και αδέσποτη πατρίδα
στο κέντρο της φωτιάς να μη μου πας
στο τέλος θα νικήσει η ελπίδα
γιατί είναι ο Θεός μαζί μ’ εμάς

Η ψυχή του κύκνου

$
0
0
Έτσι νικήθηκε ο θάνατος...Χρόνια Πολλά στους ερωτευμένους!

Στον κόσμο τούτο τον ντουνιά, σ΄όλα της γης τα μέρη
μυστήριο είν΄ο θάνατος κι όλους ενδιαφέρει
να δουν λοιπόν τι γίνεται, εκεί στον άλλο κόσμο,
αν οι ψυχές καλά περνούν ή είναι σε ψευτόκοσμο
ή μήπως πάλι τίποτα δεν βρίσκεται πιο πέρα
από τον κόσμο μας αυτό και τούτη δω τη σφαίρα.
 
Το θάνατο φοβότανε μα τώρα πια ταξίδεψε
αφού αυτός την άρπαξε και πλέον την παγίδεψε
κι έτσι λοιπόν το σώμα της με το δικό της πόνο
έγιναν πλέον παρελθόν μέσα στο χωροχρόνο,
κι αυτή, ψυχούλα τρυφερή, πούχε χαρά και νάζι
ο θάνατος την έκλεψε, την καίει το μαράζι.
 
Σ΄ένα ταξίδι αστραπή αφού ύλη δεν έχει,
ένα ταξίδι πλέον πια άλλος θα το ελέγχει,
σ΄αυτό του κύκνου η ψυχή βρέθηκε να πετάει
μακριά από τον κόσμο μας, μήτε σε γη πατάει,
μήτε την πριγκηπέσα της μπορεί να δει εκεί πλέον,
μήτε τους φίλους και γνωστούς, τους συγγενείς που κλαίουν.
 
Η μικρή του η ψυχούλα όνειρο είχε γίνει
κι εκεί ψηλά που βρέθηκε την πριγκηπέσα σκέφτηκε
κι όταν κοντοσταμάτησε και κοίταξε εκείνη,
την είδ΄εκεί γονατιστή, κι αυτή που ερωτεύτηκε,
το μαύρο δάκρυ έχυνε κάτω στο άγριο χώμα
κι έμειν΄εκεί να την κοιτά απ΄το πρωί ως το γιόμα.
 
Η θλιμμένη πριγκηπούλα με το δικό της λίκνο
γονάτισε με σεβασμό πλάι στο νεκρό τον κύκνο
τον άσπρο κύκνο πούκανε τα πιο πολλά ταξίδια
κι ήταν πιστός της άγγελος όπως στα παραμύθια,
ήταν αυτός που πέταγε μακριά σε άλλους τόπους,
ήταν αυτός που γνώρισε αυτή άλλους ανθρώπους.
 
Ο άσπρος κύκνος τώρα πια κείτεται λαβωμένος
στα πόδια της πριγκίπησας και είναι παγωμένος,
εκεί πια κείτεται νεκρός με ένα κοκκινάδι,
είν΄μια σταγόνα αίματος στο κόκκινο λιβάδι,
μια σταγόνα αίματος μέσα απ΄την πληγή του
αυτή που εξαφάνισε την ίδια τη ζωή του.
 
Στο κατακόκκινο λιβάδι με των λογιών τα άνθη
την πριγκιπέσσα αντάμωσε σπουργίτι κι επικράνθη
κι αφού την είδε κι έκλαιγε τον κύκνο της θρηνούσε
πήγε κοντά και ρώτησε, τον κύκνο νοσταλγούσε,
γιατί τον έχασε νωρίς και η ψυχή του τώρα
σε τόπους ξένους πέταξε κι είναι σε άλλη χώρα.
 
Κι αυτή απαρηγόρητη κλαίει με μαύρο δάκρυ
τον κύκνο της θέλει ξανά νάρθει από τη μάκρη,
χωρίς αυτόν δεν είναι πια σε θέση για να ζήσει
αφού δεν θα μπορέσ΄ αυτόν ξανά να αντικρύσει.
Εκεί μέσα στο δάκρυ της μια σκέψη μόνο κάνει
τον κύκνο της να δει ξανά και τότε ας πεθάνει.
 
Το σπουργιτάκι πλέον πια με δάκρυα στα μάτια
είπε πως θα ταξίδευε σ΄όλη την επικράτεια,
τον κύκνο της να πάει να βρει, ψυχή να ανταμώσει
για να μπορέσει ύστερα την κοπελιά να σώσει
κι ένα ταξίδι άρχισε γεμάτο με ελπίδες
μήπως και καταφέρει τι σε άγνωστες πατρίδες.

Εκείνο  το λιβάδι πια κόκκινο έχει γίνει
από τις παπαρούνες του που κούναγαν τα φύλλα
αλλ΄ κι απ΄το αίμα που ΄τρεξε και από την οδύνη,
σ΄όλο τον κάμπο σκόρπισε σκέτη ανατριχίλα,
ήταν μεγάλ΄ απώλεια το ξέπνοο του κύκνου
απ΄ αγκαλιά πριγκίπισσας στην αγκαλιά του ύπνου.
 
Ο σπουργιτής  ξεκίνησε μακριά σε άλλους τόπους
ψάχνοντας κύκνο ολόλευκο κι ύστερα από κόπους
γλάρο λευκό συνάντησε κι αυτός τον ερωτάει,
«που πας σπουργίτι μοναχό? γιατ΄ είσαι λυπημένο»?
«ψάχνω του κύκνου του λευκού ψυχή του που πετάει,
πίσω να πάω στον κύκνο εκεί που κείται πεθαμένο».
  
«Ανέβα πάνω μου γερά, κρατήσου απ΄ τα φτερά μου»
είπε ο γλάρος ο λευκός στο σπουργιτή το νάνο,
«γιατ΄είσαι αδύναμο εσύ, έλα στα λυγερά μου,
μαζί να πάμ΄ να ψάξουμε τον κόσμο εκεί πάνω,
για να τη βρούμε την ψυχή που θέλ΄ η πριγκηπέσα,
χαρά για να χαρίσουμε και στη μικρή κοντέσα».
 
Γαντζώθηκε ο σπουργιτής πάν΄ στα φτερά του γλάρου
κι αμέσως ξεκινήσανε για μακρινό ταξίδι,
να πάν΄ υπολογίζανε στα μέρη εκεί του χάρου
στη λίμνη αυτή που πάντοτε θάνατο αναδίδει.
Όμως ταξίδι μακρινό ήταν αυτό που πάνε
αλλ΄ με τη δύναμη ψυχής τον κόπο τους νικάνε.
  
Περνώντας από θάλασσα κόκκινη σα στρωσίδι,
εκεί που το γλυκό νερό  βαριά οσμή αναδίδει,
το σπουργιτάκι ρώτησε «τι είν΄ αυτό που βλέπω»?
«Εδώ» του είπε ο γλάρος του, «τον κόσμο ξαναβλέπω».
«Ψάξε κι εσύ λοιπόν να βρεις του κύκνου την ψυχούλα
αυτή που η πριγκήπισα ζήτησε την αυγούλα.
 
«Εδώ ξεπλένοντ΄ οι ψυχές εδώ και ξεκουράζονται
πούχουν να κάνουν μάτια μου πριν το μακρύ ταξίδι
όσοι για τον Παράδεισο εδώ πάνω στοιβάζονται
ξεπλένουν τις φτερούγες τους, γίνονται πια μουσκίδι,
κι όταν στεγνώσουν ξεκινούν για το μεγάλο άθλο
πάν΄ απ΄ τ΄ αστέρια θα βρεθούν, εκεί σε κόσμο άλλο».
 
Εκεί λοιπόν ο σπουργίτης άρχισε να ρωτάει:
«Μην είδατε κύκνο λευκό, που να φεγγοβολάει»?
Κανένας πια δεν μίλαγε δεν έδιν΄ σημασία
αφού τα λόγια εκεί πια δεν έχουν μιαν αξία
και ψάχνοντας σε μια γωνιά έν΄ κύκνο διαβλέπει
πάει και στέκει δίπλα του, καλύτερα να βλέπει. 
 
Το τρομαγμένο το πουλί ρωτά τον άσπρο κύκνο,
«μην είσαι της πριγκίπισσας της πολυαγαπημένης»?
«ποιος είσ΄ εσύ και τι ζητάς? ψυχή εξυγιάνω,
κι εγώ ΄μαι της πριγκίπισσας της πολυπαιδεμένης».
«Η προγκιπούλ΄ αρρώστησε κι άλλο δεν θα αντέξει,
πρέπει εσύ πίσω να πας και πριν αυγή να φέξει».
  
Γιατί η πριγκηπέσα σου η πολυαγαπημένη
μονάχη πλέον έμεινε και είναι πια θλιμμένη
κι άλλον στον κόσμο ετούτο ΄δω δεν έχει να μιλήσει,
ούτε φιλίες μείνανε, ούτε και ν΄αγαπήσει,
μόνη κι απαρηγόρητη έχει πνιγεί στο κλάμα,
μόνο αυτό της έμεινε μεσ΄το δικό της δράμα.
 
«Εγώ πια τώρα δεν μπορώ πίσω για να γυρίσω,
όμως την πριγκηπούλα μου πρέπει να συναντήσω,
για να της πω πόσο πολύ πάντα την αγαπούσα
κι όλο σε μέρη απάνεμα εγώ την οδηγούσα.
Πήγαινε ΄σύ σπουργίτι μου, και πέστης πως το βράδυ
από το παραθύρι της θα δει κάποιο σημάδι».
 
Φεύγει ευθύς ο σπουργιτής με το λευκό το γλάρο,
την πριγκηπέσα για να βρουν, τα νέα να της πούνε
κι όταν ταξίδι κάνανε πολύ μακρύ απ΄το χάρο,
αυτή την ανταμώσανε κι αρχίσαν να εξηγούνε,
πως τη λευκή του την ψυχή του κύκνου π΄αγαπούσε
στην κόκκινη τη θάλασσα τη βρήκαν κι εμιλούσε.
 
Και είπε και παρήγγειλε πως πριν το μεσονύχτι
να βγεις στο παραθύρι σου εκεί σαν τον ξενύχτη.
Η πριγκηπέσα ακούγοντας τα λόγια τα ωραία
πήγε και ετοιμάστηκε γοργά και φευγαλέα,
το βράδυ φόρεσε κι αυτή διαμάντια δαχτυλίδια
κι άναψε όλα τ΄ουρανού τα φώτα,  τα στολίδια.
 
Και μια σκιά εφάνηκε εκεί προς το φεγγάρι,
ήταν ο κύκνος ο άγγελος πούρθε για να την πάρει,
τότ΄η πριγκηπέσα του, του άπλωσε τα χέρια
κι αυτός την πήρε αγκαλιά, την έφτασε στ΄ αστέρια
κι ο γλάρος με το σπουργιτή μείναν να τους κοιτάζουν
βλέπουν αυτά που γίνονται, τον άγγελο θαυμάζουν.
  
Έτσι λοιπόν ο άγγελος την πήρε την καλή του
κι έκλεισ΄η πόρτα τ΄ουρανού μαζί με τη ζωή του
κι έτσι μαζί ξανά μαζί πήγαν στον άλλο τόπο
κ΄είναι μαζί αιώνια μετά από τόσο κόπο.
Έτσι νικήθηκ΄ ο θάνατος και όπου φύγει φύγει
και πλέον η αγάπη τους τις δυο ψυχές τους σμίγει.!

Κώστας Πλασταράς

Σαν το φτερό

$
0
0
Δεν την αντέχω τη ζωή άμα δεν έχει δρόμο...

Στίχοι:Αδριανός Νόνης
Μουσική:Αδριανός Νόνης
Ερμηνεία: Ελένη Νόνη

 
Τη μια εδώ, τη μια εκεί
μένω για λίγο μόνο
δεν την αντέχω τη ζωή
άμα δεν έχει δρόμο

Σαν το φτερό στον ουρανό
με πάει ο αέρας
σαν το φτερό στον ουρανό
μέσα στα σύννεφα το φως περνάει της μέρας
και εγώ την λάμψη ακολουθώ

Όταν πολύ καιρό σταθώ
στο ίδιο το λιμάνι
γίνεται ο τόπος φυλακή
και πανικός με πιάνει

Σαν το φτερό στον ουρανό
με πάει ο αέρας
σαν το φτερό στον ουρανό
μέσα στα σύννεφα το φως περνάει της μέρας
και εγώ την λάμψη ακολουθώ


Άλμπουμ:Αδριανός Νόνης - Χαρταετός

ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΩΝΗ

$
0
0
Βαριά ιστορία...


Πατρίδα φωτός και θρέμμα και γέννημα
σπορά του Διός η φύτρα του Ελληνα .


Νερό πορφυρό , αιγαίου απόσταγμα
σπαθί κοφτερό ,  Αγγέλων απόσπασμα .


Σε λίθο λευκό και μέταλλο σμίλεψε
κορμί θεΪκό , θεός που το ζήλεψε .


Με πλοία θεριά τα κύματα μέρωσε
σε κάθε στεριά τ'αστέρια φανέρωσε .


Σε πέτρες βαριές τα χώματα σκόρπισε
στη σάρκα πληγές με ρίζες τις πότισε .

Ολύμπου καρπός ,σε δάχτυλα έκλαψε
σκυτάλη πυρρός ,τον άνεμο έκαψε .

Ελλήνων φωνή στον κόσμο ψιθύρισε
μια στάθμη κενή με γνώση πλημμύρισε

Πατρίδα φωτός και θρέμμα και γέννημα
σπορά του Διός , η φύτρα σου , Ελληνα .


Γιώργος Κουκάς

Άλικο

$
0
0
Θυμίζει νυχτιές αφέγγαρες, γιομάτες αίμα...
 
 
Άλικο είναι πάλι απόψε,
σαν το χρώμα της σελήνης ,
σαν τη πλαγιά κορφοβουνιού που λαμπιρίζει,
βάφτηκαν οι ουρανοί
στο πορφυρό εικόνισμα του πόθου,
θυμίζει νυχτιές αφέγγαρες, γιομάτες αίμα.
 
Άλικη και η φλογισμένη καρδιά
γιατ΄  η φωτιά ανάβει με το πάθος,
σαν το κρασί που ρέει και η κεφαλή  γυρίζει,
μα η πεθυμιά ολάρθη
για τον κρυφό το λογισμό
και του μυαλού μου τη σεπτή την αγκαλιά.
 
Όμως τα χείλη σου είν΄ αγνά
και δε τα άγγιξ΄ η μαγιά της εποχής,
κεί μέσα πνίγομαι, βουλιάζω μ΄ αναπνέω
με δύναμη και με ορμή
κεί που εστοίχειωσαν η φλόγα και το πάθος....
βρήκα τον εαυτό μου.!! 
 
 Κώστας Πλασταράς

Της φωτιάς πηγάδι

$
0
0
Δεν είναι όπως σου το 'ταξαν αυτό το παραμύθι...

Στίχοι: Αθηνά Σπανού
Μουσική: Πάρις Μιχαλάτος
Ερμηνεία: Νίκος Αντωνόπουλος

Εκεί που πια ξεχείλιζε του νου σου το ποτήρι,
αφού ποτέ δε σου 'γινε κανένα σου χατίρι,
ήρθαν τα χιόνια κι άπλωσαν της λησμονιάς σεντόνι,
σ'αυτό που πνίγει τη ζωή και την καρδιά πληγώνει...

Τα πάντα πάγωσαν εκεί που λίβας είχε πέσει
και η καρδιά σου άδειασε απ'όσα είχε χωρέσει...
Αισθήματα και προσευχές στο άσπρο κοιμηθήκαν,
ο διάβολός σου κι η ευχή όταν συναντηθήκαν...

Μικρός που είναι ο κόσμος σου σε τούτη δω τη λήθη...
δεν είναι όπως σου το 'ταξαν αυτό το παραμύθι...
Οι ήρωες αγάλματα, ο χρόνος δεν περνάει...
ζωή χωρίς αντίκρισμα αν κάτι δεν πονάει...

Απ'το πηγάδι της φωτιάς ψελλίζει μια φωνή:
«Ποτέ δεν συνηθίζεται του ουρανού το γκρι,
ποτέ δεν λησμονιέται της θάλασσας το μπλε...
Η ανάγκη για ανάσα δεν χάνεται ποτέ...»


Ο στίχος συμμετείχε στον τελικό των Αγώνων Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού2/Στίχος.

ΣΚΟΤΩΣΕ ΜΕ

$
0
0
ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΜΑΥΡΑ ΝΑ ΝΤΥΝΕΣΑΙ ...

Στιχοι: Ανδρεας Λαφης
Μουσικη: Ανδρεας Λαφης
Τραγούδι: Ανδρεας Λαφης

ΔΙΩΞΕ ΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ ΚΑΝΕ ΜΕ ΠΕΡΑ
ΜΙΑ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΚΑΡΦΩΣΕ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
ΝΥΧΤΑ ΚΑΝΕ ΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΣΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ

ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΜΕ ΘΥΜΙΖΕΙ ΚΑΝΕ ΤΟ ΣΤΑΧΤΗ
ΚΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΜΑΥΡΑ ΝΑ ΝΤΥΝΕΣΑΙ
ΒΓΑΛΕ ΟΛΟ ΣΟΥ ΤΟ ΑΧΤΙ ΜΗΝ ΠΑΡΑΔΙΝΕΣΑΙ

ΕΛΑ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΣΕ ΜΕ ΜΑ ΝΑ'ΝΑΙ ΜΙΑ ΚΙ ΕΞΩ
ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΠΙΣΩ ΣΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΕΞΩ
ΠΟΣΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΑΚΟΜΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΣΑ Ν’ΑΝΤΕΞΩ

ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΑΣΧΗΜΑ ΛΟΓΙΑ
ΚΙ ΕΓΩ ΟΣΑ ΕΧΩ ΡΟΛΟΓΙΑ ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗ ΣΟΥ
ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΤΡΩ ΤΙΣ ΩΡΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ
 

Μόνη μου

$
0
0
Μάτια μου, εδώ στο τέλος μην έρχεσαι... Αφού δε λιώνεις - ίσως να καείς...


Στίχοι: Ελεάνα Βραχάλη
Μουσική: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Τάνια Τσανακλίδου

Όμορφη η νύχτα που έρχεται
κι ο κόσμος γύρω μου
έτοιμος μου μοιάζει για γιορτή
μα δε συμμετέχω από παιδί

Γίνομαι κομμάτια χίλια-δυό
σε γλέντι αν βρεθώ
θλίψη μου σερβίρει, με μεθάει
είμαι γυαλί, ραγίζω και με σπάει
της σκέψεις μου το χάος με απορροφάει

Μόνη μου θα μείνω
τόσα χρόνια τώρα πιά το έχω μάθει
τόπος κανείς δεν με χωρά.
Μόνη μου θα σβήνω
και το κέφι όλων γύρω θα ανάβει
ώσπου να πάρω εγώ φωτιά

Όμορφη η νύχτα που έρχεται
ακόμα κι η βροχή
όλα έχουν νόημα μ'από δω
πάντα λείπεις νόημα πως να βρώ.

Δίκοπο μαχαίρι η ομορφιά
στα μάτια μου μπροστά
βλέπω τη γαλήνη γύρω γύρω
θέλω κι εγώ επάνω της να γύρω
γιατί είμαι μέσα μου άνω-κάτω πιά

Μάτια μου εδώ στο τέλος μην έρχεσαι
γίνομαι στάχτη και να μη με δείς
Μάτια μου εδώ στο τέλος μην έρχεσαι
αφού δε λιώνεις ίσως να καείς

Μόνη μου θα μείνω
τόπος κανείς δε με χωρά...
Μόνη μου θα σβήνω
ώσπου να πάρω εγώ φωτιά...


Δισκογραφία:
Τάνια Τσανακλίδου - Προσωπογραφία (2009)

ΤΟ ΧΑΡΑΤΣΙ

$
0
0
Λαϊκό κι επίκαιρο...

Moύ βαλαν πικρό χαράτσι
Δε με ρώτησαν παρά ετσι
Πρέπει λέν να το πληρώνω
Ειδαλιώς θε να κρυώνω

Κόψε τη ΔΕΗ Πασά μου
Γλέντησε με τα λεφτά μου
Ασε μου μοναχα ξύλα
Να ζεσταίνομαι τη νυχτα

Βγήκε είπανε φιρμάνι
Λάθος ειναι το χαρμάνι
Κι ομως θέλουν να κρυώνω
Κάθε βράδυ που ξαπλώνω

Κόψε τη ΔΕΗ Πασά μου
Γλέντησε με τα λεφτά μου
Ασε μου μονάχα ξύλα
Να ζεσταίνομαι τη νύχτα

Κώστας Γιαννακόπουλος

Μέγκλα Ελλάς

$
0
0
Θα ψοφή σαν το σκυλί...
 
 
Με πρήξανε στο δανεικό
για το μεγά ιδανικό
τώρα την κα χωρίς φαί
και που να πα και τι να πεί
σαν είμαι ρέστος και ταπί
και την εβγά σ΄ενα γιαπί.
 
Ψάχνω δουλειά εδώ κοντά
και μου τα λένε καλιαρντά
πανί, μιας κι είμαι με πανί
τραίνο θα πα για Γερμανί
θα πλένω πιά, θα ξεχιονί
σε χώρα ξένη κι αχανή.
 
Γιατί σκληρέ πολιτικέ
που  μου τα λες σοφιστικέ
δε είπες σ όλη τη φυλή
πως θα τη βγάλει στην αυλή
χωρίς γυναί , χωρίς φιλί
και θα ψοφί, σα το σκυλί ;
 
 
Γιώργος Μακριδάκης
 
 

ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ

$
0
0
Ξέρεις την αγωνία...;


Ποίηση: Κάρολος Μπωντλαίρ 
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Σημηριώτης
Σύνθεση: Χρήστος Φολτόπουλος, Γιάννης Βελίκης
Ερμηνεία: Γιάννης Βελίκης (Arpeggios M.P.)
Ηχοληψία - Παραγωγή: Χρήστος Φολτόπουλος.


Άγγελε που είσαι όλο χαρά , ξέρεις την αγωνία .
Τις τύψεις , τα ντροπιάσματα , τα κλάματα , την πλήξη ,
Τον τρόμο που 'ρχεται άγνωστος, λες, την καρδιά να σφίξει
Να την τσακίσει σαν χαρτί στο σκότος με μανία ;
Ξέρεις την αγωνία; Ξέρεις την αγωνία;

Άγγελε που είσαι όλο καλό , ξέρεις την έχθρα εκείνη ,
Και τη σφιγμένη την γροθιά το δάκρυο που στάζει
χολή όταν η εκδίκηση σατανικά προστάζει
και θέλει στις δυνάμεις μας ο στρατηγός να γίνει ;
ξέρεις την έχθρα εκείνη ; ξέρεις την έχθρα εκείνη ;

Άγγελε που είσαι όλο υγιά , τους ξέρεις τους άρρωστους,
Που μες τους κρύους του διαδρόμους των σπιταλιών γυρνούνε,
Και σαν εξόριστοι μ'αργά βήματα περπατούνε ,
γυρεύοντας το λίγο φως που ο Ήλιος χύνει ομπρός τους ;
τους ξέρεις τους άρρωστους ; τους ξέρεις τους άρρωστους ;

Άγγελε που είσαι όλο ομορφιά , τις ξέρεις τις ρυτίδες ,
Το φόβο για τα γερατειά , και τι πόνο σου δίνει ,
Όταν της αφοσίωσης κοιτάς την κρύφια οδύνη ,
Στα μάτια που ήπιες άλλοτε του έρωτα τις αχτίδες ;
τις ξέρεις τις ρυτίδες ; τις ξέρεις τις ρυτίδες ;

Άγγελε που είσαι όλο χαρά , ευτυχία και φως μονάχα,
Πεθαίνοντας θα εζήταγε ζωή ο Δαβίδ να πάρει
Απ'τις πηγές του μαγικού κορμιού σου και την χάρη
Όμως τις προσευχές εγώ ήθελα μόνο να 'χα ,

Άγγελε που είσαι όλο χαρά , ευτυχία και φως μονάχα .
χαρά , και φως μονάχα χαρά , και φως μονάχα.


(Συλλογή «Απαγορευμένα Ποιήματα»)

Arpeggios M.P.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΤΑΣΗ( ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ)

$
0
0
Γιατί σιωπούν οι ποιητές...;
 
Γιατι σιωπουν οι ποιητες
τωρα μες'την αρωστεια
'Καναν τις πεννες καγγελα
για βιλλες στα προαστεια.

Που πηγαν οι δημιουργοι
που ακουγαν την καρδια μας.
Μονο σιωπη και υποταγη
και συναυλιες στα χωρια μας.

Που 'σαι φιλοσοφε εσυ, που 'σαι πνευματικε μου,
δωσε μου κατι να πιαστω,ελα λοιπον αητε μου.
Τωρα σε χρειαζομαι, τωρα στον πυρετο μου,
τι να σε κανω στη γιορτη, εχω τους φιλους μου καλε μου.
Πες κατι ν'ακουστεις της νοησης θηριο,
να νοιωσω πως το ειπα εγω, να πω ειμαστε δυο.
Το ξερω πως εγκυμονεις τ'αριστουργηματα σου,
μα γεννα επιτελους ματια μου να δουμε τα παιδια σου.

Τωρα ζωγραφοι αναπηροι
κοιτουν τους ασπρους τοιχους.
Ξεπλυναν τα πινελα τους,
δεν βαφουν την οργη τους.

Μονο κατι ευαισθητα
και ασημαντα ανθρωπακια,
σκαλιζουν πανω στο χαρτι
μικρα,πικρα στιχακια.

Καποτε ορκιζοσουνα στο πνευμα και στο ηθος,
γιατι γλυκε μου χαθηκες και κρυβεσαι στο πληθος.
Μεγαλα λογια επαναστασης, μα παντα με ηχεια.
Κατεβα απ'τη σκηνη αγαπη μου, μου ορμηξαν θηρια.
Δεν κανατε μνημοσυνο για τα ιδανικα σας,
τα κρυψατε κατω απ'το χαλι μαζι με τα λεφτα σας.
Αντιο ανημποροι σοφοι,αντιο τρελλοι φανφαρες,
αντιο μικροι, πικροι μου ποιητες, απενταροι Τιτανες.

Viewing all 850 articles
Browse latest View live