Και πως να σου το πω τέτοιο αντίο ρε Δημήτρη...;
Άκου Δημήτρη, θα γελάσεις!
Άκου Δημήτρη, θα γελάσεις!
Χθες βράδυ, μεσάνυχτα, με πήρε ένας φίλος τηλέφωνο
(με ξύπνησε βασικά)
για να μου πει ένα αστείο!
Ένα αστείο απ’ τα δικά σου
από αυτά με το δηλητήριο στην πίσω τσέπη.
Όχι ρε φίλε, δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν!
ούρλιαζα απ’ το τηλέφωνο
Δεν γίνεται! Καταλαβαίνεις;
Απλά ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ αυτό!!!
Δεν μπορεί να κάνει τέτοιες πλάκες η ζωή – αποκλείεται!...
Κι ήμουν μια θάλασσα μακρυά σου Δημήτρη...
Δεν προλάβαινα ούτε ένα γεια να έρθω να σου πω...
Αλλά δεν γίνεται...
Κι είπα δεν μπορεί, απλά θα μπήκε σ’ ένα πλοίο
κι απλά θα βγήκε ένα λιμάνι μακρυά
ε, ως εκεί!
Άντε να μας χωρίζει λίγη θάλασσα ακόμη...
Ή μια χούφτα σκληρή γη...
Αλλά ως εκεί!
Και το άλλο πρωί ο Θανάσης μου είπε πως σε κοιτάζει
και λέει θα σηκωθεί ρε δεν μπορεί, αστεία το κάνει,
θα σηκωθεί – αλλά μέχρι τώρα δεν...
Και σκέφτηκα, μ’ έναν κόμπο στα μάτια και μια θηλειά στο λαιμό,
ότι ίσως,
ίσως απλά είναι λίγο νωρίς,
ας μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα ακόμη...
Και μετά (εγώ, μια θάλασσα ή λίγη σκληρή γη μακρυά σου)
σκέφτηκα τη Φρόσω (αχ, ρε Φρόσω!...), το Βαγγέλη και το Σωτήρη
στην ανείπωτή στους τρέλα
(σε σκέφτομαι να κατηφορίζεις, τόσο βίαια,τόσο απίστευτα, τη σκληρή γη και τρελαίνομαι με ανείπωτη, ανείπωτη τρέλα κι εγώ!)
το Θανάση, το Θανάση,
τον Κώστα, τον Κώστα
το Γιάννη, το Γιάννη
τον Αντώνη
τη Χριστίνα
τον...
την...
ντον
ντιν
ντον
ντιν
ντον
ντιν
τον Άρη που δεν πρόλαβε κι αυτός το γεια
το Στράτο, τη Λία, που δεν πρόλαβαν κι αυτοί το γεια
κι εμένα...
Ναι ρε φίλος, συγγνώμη, αλλά σκέφτομαι την πάρτη μας!
(Καλά, ακούω τώρα και την κακεντρεχή,
την ηλίθια φωνή της λογικής:
τους ακούω να λένε για λάθη και για παραλείψεις...
Ποιος τους χέζει και τους συγχωριανούς ρε Δημήτρη;
Τι να την κάνω και τη λογική και τα χίλια δίκια της;
Ποιος τη γαμάει μια λογική χωρίς αγάπη ρε Δημήτρη; Ποιος τη χρειάζεται;)
Όχι ρε Δημήτρη!
Ναι ρε Δημήτρη!
Την πάρτη μας σκέφτομαι...
Την πάρτη μου!
Και δεν γελάω μ’ αυτό το αστείο ρε Δημήτρη,
συγγνώμη, δεν μπορώ...
Κλαίω!...
Δεν μπορώ ούτε να το πιστέψω, ούτε να το χωνέψω, ούτε να το φάω...
Συγγνώμη,αλλά δεν...
Λοιπόν, άκου Δημήτρη:
Τα Χριστούγεννα που θα πάρω το πλοίο να ανέβω πάνω,
εσύ θα είσαι εκεί.
Μ’ ακούς; Κομμένη η πλάκα τώρα!
Τέρμα τ’ αστεία!
Εσύ θα είσαι εκεί!
Θα είσαι πάλι ο πρώτος που θα μου στείλει μήνυμα στο φουβού.
Θα είσαι πάλι ο πρώτος που θα μου τηλεφωνήσει:
Φίλος ανέβηκες; θα μου πεις... Πότε θα βρεθούμε;
Και θα ξαναβρεθούμε Δημήτρη!
Μ’ ακούς; Θα ξαναβρεθούμε!
Και θα πάμε στη Μαριγούλα για ένα κρασί
ή στον Αι Λιά να δούμε τις Περσίδες...
Κι αν δεν βρεθούμε (άκου καλά αυτό που θα σου πω!)
αν δεν βρεθούμε τα Χριστούγεννα
(εντάξει, μια ζωή εσύ με περίμενες, ας σε περιμένω κι εγώ μια φορά)
θα βρεθούμε οπωσδήποτε το Πάσχα!
Την Ανάσταση Δημήτρη!
Μ’ ακούς; Θα βρεθούμε την Ανάσταση!
Γιατί θα υπάρξει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ Ανάσταση Δημήτρη!
Και δεν σου μιλάει τώρα ο θεολόγος,
δεν σου μιλάει ο δάσκακος,
σου μιλάει ο φίλος σου, ο αδερφός σου...
Λοιπόν εγώ Δημήτρη, δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή
μακριά από την καλοσύνη σου, μακριά από τη χαμογελαστή ψυχή σου...
Και τι έχει να αντισταθμίσει η ζωή στο χαμόγελό σου που αγκάλιαζε τα πάντα;
Τι έχει να αντισταθμίσει η ζωή στην αγάπη που χάνεται;
Και δεν μπορεί η ζωή να είναι ένα ανελέητο σφαγείο!
Δεν μπορεί η ζωή να είναι ένα ένα δηλητηριώδες αστείο...
Απλά δεν μπορεί...
Απλά δεν...
Κι ούτε μπορεί ο Θεός να είναι ένας μίζερος γραφιάς που κρατάει συν και πλην στις σημειώσεις του...
Ούτε μπορεί – κοτζάμ Θεός – να είναι ένας χασάπης, ένας εκδοροσφαγέας μιας ηττημένης αγάπης...
Απλά δεν...
Όχι Δημήτρη!
Όχι Δημήτρη μου, όχι!
Η Κανά έρχεται μετά το Γολγοθά – λάθος το λέγαμε μέχρι τώρα –
τώρα το κατάλαβα...
Και το μεγάλο Αχ το ακολουθεί ένα χαμόγελο – όπως στα σκιτσάκια σου,
όπως στα αστεία σου, αυτά με το δηλητήριο στην πίσω τσέπη...
Θα ξαναβρεθούμε Δημήτρη – και θαχαμογελάμε ξανά, μαζί!...
(Η Φρόσω νόμιζε ότι γελούσες...
Μετά είπε ότι δεν... ότι ήταν σπασμοί...
Εγώ πάλι είμαι σίγουρος ότι γελούσες Δημήτρη...
Μ’ αυτό το χαμόγελο που αγκάλιαζε τα πάντα...
Μ’ αυτό το χαμόγελο που ήξερε να αγκαλιάζει τη ζωή απ’ ακρη σ’ άκρη!
Από το θάνατο και πίσω – ως την αρχή ξανά!...)
Αχ ρε Δημήτρη!
Δεν μου αρκεί να σ’ έχω μπροστά μου κάθε δευτερόλεπτο...
Δεν μου αρκεί, δεν μας αρκεί – θέλουμε εσένα, ζωντανό!
Θέλουμε εσένα!...
Πώς να σου το πω αυτό το αντίο...;
Γιώργος Γκρίλης
Ο Δημήτρης μου, ο Kalioμου, ο φίλος μου, ο αδερφός μου....