Και πλανιόταν πέρα δώθε η ματιά του η λοξή...
Ένας μάγκας περπατούσε με το βήμα το συρτό
το σακάκι του στο χέρι και το πρόσωπο σκυφτό
έπαιζε το κομπολόι εις το χέρι το δεξί
και πλανιόταν πέρα δώθε η ματιά του η λοξή.
Κι έφτασε στο ταβερνάκι για να πιει λίγο κρασί
και παραγγελιά 'χε δώσει να του φέρουνε μισή
άρχισε λοιπόν να πίνει και να φτιάχνει τα μαλλιά
και στο μπαγλαμά να δίνει μια κοφτή παραγγελιά.
Κι ήρθε το μπαγλαμαδάκι στο τραπέζι του κοντά
Και ο μάγκας το χτυπούσε το μπεγλέρι δυνατά
Κι άρχισε να τραγουδάει ένα μάγκικο παλιό
Κι άρχισε να σπάει πιάτα στο μικρό το καπηλειό.
Και ο μάγκας το χτυπούσε το μπεγλέρι με ρυθμό
το σακάκι του στον ώμο και το πρόσωπο σκυφτό.
Γιάννης Μαυρόγιαννος