Κωνσταντινούπολη 16 Ιουλίου 2016. Και όχι μόνο...
Οι στρατιώτες είναι παντοδύναμοι.
Μέσα στις πολεμικές τους εξαρτύσεις
τα αστραφτερά τους πολυβόλα
και τα αγέρωχα τανκς τους.
Οι στρατιώτες είναι ατρόμητοι.
Η γη τρίζει κάτω απ’ τις ερπύστριές τους
ο αέρας γίνεται φωτιά στο πάτημα της σκανδάλης τους
ο φόβος εξαπλώνεται σαν πανούκλα σε κάθε τους βήμα.
Οι στρατιώτες σφίγγουν τα μηνίγγια
φουσκώνουν τους μύες τους
εκστασιάζονται.
Με μια διαταγή θα περάσουν τον Έβρο
και θα σκορπίσουν τον τρόμο στον εχθρό.
Είναι καυλωμένοι οι φαντάροι.
Με μια διαταγή θα γαμήσουν τους βρωμοέλληνες.
Με μια διαταγή θα περάσουν τον Έβρο
θα πατήσουν την Κωνσταντινούπολη
και θα γδάρουν τον Τούρκο ζωντανό.
Με μια διαταγή θα βγούνε στο δρόμο
θα κλείσουν τις πόλεις
την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα
θα καταλάβουν τα εθνικά δίκτυα
τις τηλεοράσεις
τα αεροδρόμια
τις γέφυρες
και θα επιβάλουνε στ’ αδέρφια τους
τη σιωπή.
Τον τρόμο, τη δικτατορία και τη σιωπή.
Με μια διαταγή…
Γιατί ο φαντάρος,
ο κάθε φαντάρος,
οφείλει να υπακούει πάντα σε μία διαταγή.
Σε μια τιμημένη διαταγή.
Γιατί ο φαντάρος,
ο κάθε φαντάρος,
είναι η σφαίρα του
είναι ένα ρομπότ
είναι ένα παιχνιδάκι
στα (επιδέξια ή άγαρμπα) χέρια
του λοχαγού του
του στρατηγού του
του διοικητή του
του υπουργού του.
Ένα παιχνιδάκι.
Ένα επικίνδυνο, πλην όμως αναλώσιμο, παιχνιδάκι.
Ένας σκύλος που του μαθαίνουν
να λυσσάει και να γαβγίζει στους ξένους
και να κουνάει πειθαρχημένος
την ουρά στ’ αφεντικά του.
Χωρίς αυτή τη διαταγή
ο φαντάρος απλά δεν υπάρχει.
Θα γινόταν ένας άνθρωπος κανονικός
αν δεν υπήρχε αυτή η διαταγή.
Κι αυτή η στολή.
Κι αυτή η ιεραρχία.
Ένας άνθρωπος κανονικός.
Και θ’ ανάσαινε ελεύθερα.
Λίγο περισσότερο ή λιγότερο φοβισμένα
ίσως
αλλά πάντως με μία ενισχυμένη αίσθηση
της πολυτέλειας αυτής της ελευθερίας.
Τόσο ελεύθερος που θα μπορούσε
να σκορπίσει
και να γεμίσει
τις πλατείες και τους δρόμους
τις τηλεοράσεις, τα αεροδρόμια και τις γέφυρες
στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη,
στην Τιέν Αν Μεν, στο Πολυτεχνείο
αψηφώντας τις διαταγές.
Αψηφώντας μια για πάντα τις διαταγές.
Και παίρνοντας (επιτέλους!) τη ζωή του
μέσα στα χέρια του.
Αφοπλίζοντας (αυτός ο άοπλος)
τα καημένα τα φανταράκια,
να τα απογυμνώσει από τις διαταγές
από τις ιεραρχίες
από τις στολές.
Να μείνουνε με το βρακί.
Να ξαναγίνουν άνθρωποι.
Αντώνης Κάτιας