Αναμνήσεις ενός αγανακτισμένου...
ΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ πιὸ ὡραία φάση ἀπὸ τὸ ἐλεύθερο κάμπινγκ. Ἐγὼ δὲν μένω σὲ δωμάτια, ξενοδοχεῖα κι ἔτσι. Μοῦ ἀρέσει νὰ στήνω σκηνούλα ὅπου γουστάρω. Ἅμα εἶμαι στὴ θάλασσα κρεμάω καὶ τὸ μαγιὼ στὸ κλαδὶ καὶ δὲν καταλαβαίνω τίποτα. Ἐλευθερία: πατρίδα μου εἶναι ὅπου κρεμάω τὸ μαγιώ μου.
Τὸ μόνο ποὺ δὲν περίμενα ὅταν ἔφτασα στὴν Ἀθήνα ἦταν νὰ βρῶ τόσο κόσμο νὰ κάνει φρὴ-κάμπινγκ. Τέλεια καβάτζα, στὴν πλατεία Συντάγματος, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ βουλή, τουαλέτα στὰ μαγαζιὰ στὸ κάτω μέρος τῆς πλατείας, δεντράκι γιὰ ἴσκιο, περίπτερο γιὰ τσιγάρα καὶ μπύρες. Παράδεισος. Καὶ ἐπειδὴ ἐμένα μ’ ἀρέσει νὰ περπατάω, φτάνεις μὲ τὰ πόδια Μοναστηράκι, Πλάκα, ὅπου θέλεις. Ὅταν ἄραξα τὸ πρῶτο βράδυ, δὲν τὸ πίστευα. Ἀφήνω κάτω τὸ σακκίδιο, πιάνω νὰ στήσω καὶ ἀμέσως μαζεύονται κάτι τυπάκια, γαμῶ τὰ παιδιά. Κουβεντούλα, νὰ μὲ βοηθήσουν, κιθαρίτσα τὸ βράδυ, τσιγάρα πολλά, δὲν τὸ πίστευα ὅτι παίζει τέτοια φάση μέσ’ στὴν Ἀθήνα. Εἶχε καὶ μιὰ λιμνούλα, νερὸ ὄχι πόσιμο, ἀλλὰ στὴ ζέστη μποροῦσες νὰ βουτήξεις τὸ ποδάρι μέσα νὰ δροσιστεῖς, γιατὶ ἦταν Ἰούλιος.
Πολὺ ὀργανωμένη φάση, κάθε βράδυ μὲ συναντήσεις (οὔτε κατασκήνωση νὰ εἶχα πάει). Εἶχε κάτι πολιτικά, κουβέντες κι ἔτσι, νὰ ἀνατρέψουμε, καταστολή, τὸ χρέος, ἡ λιτότητα… κούραση. Τί κάνει ὁ καθένας στὶς διακοπές του εἶναι δικαίωμά του, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὴν παλεύω μ’ αὐτά, τὰ ἀκούω καὶ νομίζω ὅτι εἶμαι πάλι στὸ σχολεῖο. Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ἅμα ἀλλάξουμε ὅλοι, τότε θὰ ἀλλάξει καὶ ἡ κοινωνία, τὸ θέμα εἶναι ἐσὺ τί κάνεις, ὄχι μὲ κόμματα κι ἔτσι. Εἶχα βρεῖ ὅμως ἕνα παιδὶ ἀπὸ Πρέβεζα, γαμῶ τὰ ἀτομάκια, πολὺ διαβασμένος, καὶ κάναμε κουβέντες, ἂν ὑπάρχει θεὸς κ.λπ. Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ὁ θεὸς εἶναι ἕνας, ἄλλος τὸν λέει Χριστό, ἄλλος τὸν λέει Μωάμεθ, ἄλλος τὸν λέει Βούδα, ἀλλὰ εἶναι πάντα ἡ ἴδια ἀνώτερη δύναμη.
Τὸ τρίτο βράδυ, πάω νὰ πλύνω τὰ δόντια μου, μὲ τὴν ὀδοντόβουρτσα στὸ χέρι, καὶ στὸ κάτω μέρος τῆς πλατείας συναντάω τὴν Κατερίνα – τούμπανο. Ἔχει περάσει ΤΕΙ ἀλλὰ δὲν γουστάρει, φτιάχνει χαϊμαλιὰ καὶ τὰ πουλάει στὴ Φολέγανδρο, καὶ δὲν ξέρει τί θὰ κάνει. Γυρνᾶμε μαζί, παίζουμε κιθαρίτσα μὲ κάτι παιδιὰ ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴ ὁμάδα – μουσικοὶ καὶ ἠθοποιοί, ἀπὸ αὐτὰ τῆς κατασκήνωσης, ποὺ ἔχουν ἐδῶ, γιὰ νὰ μᾶς κρατᾶνε ἀπασχολημένους. Εἶναι μαζὶ καὶ ἕνας γεροντομαλλιάς, ἐπαγγελματίας τραγουδιστής, λέει, γαμῶ τὰ ἄτομα ‒ πολλὰ ξύδια. Μοῦ λέει ἡ Κατερίνα «πᾶμε νὰ φέρουμε μπύρες;» καὶ παίρνει τὸ σκύλο της καὶ πᾶμε. Ὁ σκύλος ἐν τῶ μεταξὺ ἔχει πιάσει φιλίες κι αὐτὸς μὲ μιὰ σκυλίτσα καὶ ὅλο μουσουδιάζονταν, γλύκα ἦταν. Τὶς Κυριακὲς μέχρι τὸ ἀπόγευμα εἶναι πολὺ ὡραῖα. Ἐγὼ ἔχω μιὰ καρεκλίτσα καὶ τὴ βγάζω στὸ χορτάρι ἔξω ἀπὸ τὴ σκηνὴ καὶ διαβάζω τὸ βιβλίο μου, τὴν Ἀσκητικὴ τοῦ Καζαντζάκη. Ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα καὶ μετὰ ὅμως δὲν παλεύεται ἡ κατάσταση, ὁ κόσμος εἶναι τόσο πολὺς ποὺ δὲν ἀντέχω καθόλου. Προχθὲς σηκώθηκα κι ἔφυγα, πῆγα μὲ τὰ πόδια πρὸς Μοναστηράκι, πλατεία, καὶ ἄραξα.
Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι ἐπειδὴ τὸ κάμπινγκ γειτονεύει μὲ τὴ βουλή, εἴχαμε συνεχῶς μπάτσους στὸ κεφάλι μας. Ποῦ καὶ ποῦ γινόταν κανένας σαματάς, ἀλλὰ πιὸ πολὺ στὴν πάνω πλευρὰ τῆς πλατείας, ποὺ ἦταν τελείως ἄλλη φάση, παππουδαριὸ κι ἔτσι. Ὅμως ὁ κόσμος λιγόστευε, φεύγανε γιὰ καλοκαίρι. Ἐγὼ δὲν εἶχα μία, δὲν ἔπαιζε νὰ φύγω γιὰ νησάκι, ὁπότε ἄραξα ἐκεῖ. Καὶ ἕνα πρωί, δυὸ-τρεῖς ὡρίτσες ἀφοῦ εἴχαμε πάει γιὰ ὕπνο, χιμᾶνε πάνω μας οἱ μπάτσοι καὶ τὰ τσακίζουν ὅλα. Παίρνουν τὶς σκηνὲς παραμάζωμα, μὲ μπουλντόζες, καὶ τὸ κάνουν ἴσωμα, ὅλο τὸ κάμπινγκ. Μὲ ἐντολὴ τοῦ δημάρχου, λέει… Τὰ ἴδια παντοῦ, ρὲ φίλε, οἱ δωματιάδες. Ἐπειδὴ ἔχει ξενοδοχεῖα ἐκεῖ δίπλα, Μεγάλη Βρεταννία καὶ ἄλλο ἕνα, δὲν ἀφήνουν νὰ κατασκηνώνει ὁ κοσμάκης φρή. Δὲν σὲ πείραξα, ρὲ μεγάλε, δημόσιος εἶναι ὁ χῶρος. Ἀλλὰ οἱ δωματιάδες παντοῦ ἴδιοι εἶναι. Βάλαν τοὺς μπάτσους καὶ τὰ διαλύσανε. Ἀγανάκτησα, φίλε, μοῦ σηκώθηκε ἡ τρίχα! Ὅπως δὲν εἶχα πιεῖ καὶ καφέ, ὁρμάω καὶ ἀρχίζω νὰ φωνάζω, τὴν ὥρα ποὺ μοῦ κουρέλιαζαν τὴ σκηνή: ὁ χῶρος εἶναι δημόσιος, ὁ χῶρος εἶναι δημόσιος! Δὲν ἔχεις δικαίωμα! Τρώω μία μὲ τὸ γκλὸμπ στὸ κεφάλι, καὶ τὰ κάναν ἴσωμα ὅλα. Ἀγανάχτηση, ρέ, τὴν κατάρα μου νά ’χουν, καὶ οἱ κωλόμπατσοι καὶ οἱ δωματιάδες.