Στο μάταιο του κόσμου ξύνω κι απόψε τις πληγές μου με το νύχι...
Στον τοίχο τον πορτοκαλί η Θεοδώρα.
Δίπλα η μητέρα, Χαρίκλεια Φωτιάδη.
Σκυμμένος πάνω απ’ του γραφείου μου το σκοτάδι
απομακρύνομαι στην πρώτη κατηφόρα.
Απ’ τη Σιδώνα οι νέοι κι από την Οσροήνη
(Ο Κίμωνας Λεάρχου, ο Λεύκιος, ο Ρέμων)
τους φέρνει η νύχτα των παθών και των ανέμων
καινούριο αίμα και ζεστό – ηδονή κι οδύνη.
Η Αλεξάνδρεια, φάρος των Λωτοφάγων,
της ποίησης ο πυρετός κι η ωραιότης.
Να ‘ρχόταν πίσω το απόσταγμα της νιότης
με συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων.
Θίασος μυστικός διαπερνά τα τείχη
φθάνει στο είδωλο του νέου σώματός μου.
Δώδεκα και μισή! Στο μάταιο του κόσμου
ξύνω κι απόψε τις πληγές μου με το νύχι.
Γιώργος Γκρίλης