Δεν κουβαλούν όπλα, μήτε άρματα. Κουβαλούν θεό, κουβαλούν πατρίδα, κουβαλούν δίκιο.
Και τότε, τότε θα δείτε πόλεμο...
Ήρθαν…
Όχι, μη! έκαμα να φωνάξω,
μα φωνή δε βγήκε,
σεισμός δεν έγινε.
Περνάνε, με πατάνε, με φτύνουν.
Όχι! Σεβαστείτε, λυπηθείτε!
Μα είχαν καρφώσει
την κόκκινη σημαία στην καρδιά μου.
Με μισούν.
Πως μπορείτε;
Μάνα της Αφροδίτης είμαι εγώ
και της αρχαίας μου πατρίδας θυγατέρα.
Ένα κομμάτι γης, γύρω γύρω θάλασσα
μα στη μέση της πυξίδας.
Πανάρχαιο, ιερό το χώμα μου.
Θεοί και άνθρωποι γεννήθηκαν
και πέθαναν στην αγκαλιά μου, αίμα και δάκρυ ατέλειωτο έχω πιει.
Σμύρνη, Πόλη, Αϊβαλί, μετά εγώ
αλησμόνητες πατρίδες
κρεμόμαστε απ’ το κρύο μισοφέγγαρο
και περιμένουμε…
Μισή Ρωμιά, μισή Τουρκιά
νομίζουν με μοιράζουν με το ζύγι,
όμως στα δύο δεν χωρίζεται η ψυχή
και ας πνιγεί ο σταυρός στο αίμα.
Ως πότε;
Σαράντα χρόνοι πέρασαν
κι ακόμη με χτυπούνε.
Άσπλαχνοι, κλέφτες, δολοφόνοι
δεν σέβονται, δεν ξέρουν.
Όχι!
Δεν θα γονατίσω, δεν θα πέσω.
Δεν πολεμώ μονάχη.
Και οι θεοί πολεμούν.
Μη φοβηθείτε εμένα,
αυτούς φοβηθείτε.
Φωνάζουν οι πρόγονοι, ζητούν λύτρωση
ακούω την αρχέγονη ιαχή
“ελευθερία ή θάνατος!”
“ελευθερία ή θάνατος!”
Έλληνες, γιοι θεών.
Μη κλάψετε αν μ’ εύρει ο θάνατος
γιατί κι αυτός
πιο σπλαχνικός φαντάζει,
πιο ελαφρύς,
απ’ τον αβάσταχτο αέρα της σκλαβιάς.
Κι όμως, έρχονται
Τ’ αδέρφια επιστρέφουν.
Το ξέρω.
Το πιστεύω.
Το αναπνέω.
Ζέστανε πια ο αέρας, ήρθε η ώρα,
αρχίζει η γης να σειέται.
Ζυγώνουν οι ημίθεοι.
Δεν κουβαλούν όπλα, μήτε άρματα.
Κουβαλούν θεό,
κουβαλούν πατρίδα,
κουβαλούν δίκιο.
Και τότε, τότε θα δείτε πόλεμο.
Νίκος Σφηνιάς
Και τότε, τότε θα δείτε πόλεμο...
Πρώτο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης.
Από τα Σφακιά της Κρήτης.
Υπάρχει ελπίδα!...
Ήρθαν…
Όχι, μη! έκαμα να φωνάξω,
μα φωνή δε βγήκε,
σεισμός δεν έγινε.
Περνάνε, με πατάνε, με φτύνουν.
Όχι! Σεβαστείτε, λυπηθείτε!
Μα είχαν καρφώσει
την κόκκινη σημαία στην καρδιά μου.
Με μισούν.
Πως μπορείτε;
Μάνα της Αφροδίτης είμαι εγώ
και της αρχαίας μου πατρίδας θυγατέρα.
Ένα κομμάτι γης, γύρω γύρω θάλασσα
μα στη μέση της πυξίδας.
Πανάρχαιο, ιερό το χώμα μου.
Θεοί και άνθρωποι γεννήθηκαν
και πέθαναν στην αγκαλιά μου, αίμα και δάκρυ ατέλειωτο έχω πιει.
Σμύρνη, Πόλη, Αϊβαλί, μετά εγώ
αλησμόνητες πατρίδες
κρεμόμαστε απ’ το κρύο μισοφέγγαρο
και περιμένουμε…
Μισή Ρωμιά, μισή Τουρκιά
νομίζουν με μοιράζουν με το ζύγι,
όμως στα δύο δεν χωρίζεται η ψυχή
και ας πνιγεί ο σταυρός στο αίμα.
Ως πότε;
Σαράντα χρόνοι πέρασαν
κι ακόμη με χτυπούνε.
Άσπλαχνοι, κλέφτες, δολοφόνοι
δεν σέβονται, δεν ξέρουν.
Όχι!
Δεν θα γονατίσω, δεν θα πέσω.
Δεν πολεμώ μονάχη.
Και οι θεοί πολεμούν.
Μη φοβηθείτε εμένα,
αυτούς φοβηθείτε.
Φωνάζουν οι πρόγονοι, ζητούν λύτρωση
ακούω την αρχέγονη ιαχή
“ελευθερία ή θάνατος!”
“ελευθερία ή θάνατος!”
Έλληνες, γιοι θεών.
Μη κλάψετε αν μ’ εύρει ο θάνατος
γιατί κι αυτός
πιο σπλαχνικός φαντάζει,
πιο ελαφρύς,
απ’ τον αβάσταχτο αέρα της σκλαβιάς.
Κι όμως, έρχονται
Τ’ αδέρφια επιστρέφουν.
Το ξέρω.
Το πιστεύω.
Το αναπνέω.
Ζέστανε πια ο αέρας, ήρθε η ώρα,
αρχίζει η γης να σειέται.
Ζυγώνουν οι ημίθεοι.
Δεν κουβαλούν όπλα, μήτε άρματα.
Κουβαλούν θεό,
κουβαλούν πατρίδα,
κουβαλούν δίκιο.
Και τότε, τότε θα δείτε πόλεμο.
Νίκος Σφηνιάς