Αγιασμός σήμερα στα σχολεία. Καλή χρονιά στα παιδάκια μας! Κι ας μην ξεχνάμε: το σχολείο δεν είναι μόνο μαθήματα...
Πικρός ο Σεπτέμβρης στο νέο σχολείο,
Γυμνάσιο πια, μακριά το χωριό,
η πόλη μικρή, μα για μένα μεγάλη,
οι άνθρωποι άλλοι, τοπίο θολό.
Κατάλογοι νέοι, «σκασμός», «στοιχηθείτε»,
χαστούκια αδιάντροπα, άγριες φωνές,
εκεί που ζητούσαμε χείρα βοηθείας,
εχθρούς μάς φερθήκαν, μικρούς μαθητές.
Στα λίγα μας γίδια φτερούγισ’ η σκέψη,
να φύγω ξανά στις δικές μου πλαγιές,
χωρίς απειλές σπουδαγμένων δασκάλων,
των λύκων καλύτερες οι υλακές.
Μ’ αρέσαν τα γράμματα και τα βιβλία,
τον κόσμο να μάθω, να ξέρω πολλά,
μα πάνω απ’ όλα ζητούσα μονάχα,
να μη με προγκίζει ποτέ η σκλαβιά.
Σκληρή η βδομάδα και είπα θα φύγω
και ας συγκρουστώ με παππού και γονείς,
που είχανε βάλει σκοπό τους και όρκο,
σπουδαίος να γίνω, να είν’ ευτυχείς.
Τη δεύτερη ώρα, πρωί τού Σαββάτου,
το διάλειμμα χτύπησε λυτρωτικό,
και μες στο προαύλιο, δίπλα στη βρύση,
μπροστά μου ένα πρόσωπο μοναδικό.
Καμπάνα αντήχησε μες στην καρδιά μου,
για πρώτη φορά χτύποι τόσο τρελοί,
για πρώτη φορά ένα τέτοιο κορίτσι.
Κομμένη ανάσα, χαμένη φωνή.
Και όπως την κοίταζα μαρμαρωμένος,
τα βλέμματα ήρθαν στην ίδια γραμμή,
το ρόδινο φώτισε τα μάγουλά της.
Κουδούνι για μάθημα. Μεταβολή.
Αιώνας να φύγει η τρίτη η ώρα,
τρεχάλα στο διάλειμμα κι αναμονή.
Με άλλα κορίτσια παρέα μεγάλη,
κι εγώ απ’ την άκρη να δω αν με δει.
Περάσανε ώρες, περάσανε μέρες,
διαγράφτηκαν γίδια, πλαγιές και φυγή,
απάνω απ’ όλα το πρόσωπο εκείνης,
και ήτανε τόσο γλυκιά ταραχή.
Μαθήματα δύσκολα, ώρες μελέτης,
μα πείσμα να είμαι καλός μαθητής,
πρωί ανυπόμονα για το σχολείο,
και μες στην ψυχή μου φωτιά προσμονής.
Και κει που τα βλέμματα είχαν πυκνώσει,
απρόσμενα ήρθε η άλλη φυγή.
Μακριά μου σε πήραν μια νύχτα, Αννούλα,
στου κόσμου την άκρη μετεγγραφή.
Εγώ στο σχολειό μας, εσύ στη Μελβούρνη
, οι ώρες κι οι μέρες γυρίσαν βαριές,
τετράδια, βιβλία και μέσα η μορφή σου
κι ας ήτανε όμορφες γύρω πολλές.
Προσπάθησα χρόνια, να μάθω, Αννούλα,
και γράμματα έστειλα για να σε βρω,
αλλιώς είχε κάνει τα σχέδια η Τύχη,
μα πάντα απάνω μου σε κουβαλώ.
Και τώρα, Αννούλα, που παίζω μ’ εγγόνια,
η μνήμη σε φέρνει μπροστά μου, κρυφά,
και όσο περνούνε και φεύγουν τα χρόνια,
αέναη καίει εκείνη η φωτιά.
Άρης Άλμπης
Πικρός ο Σεπτέμβρης στο νέο σχολείο,
Γυμνάσιο πια, μακριά το χωριό,
η πόλη μικρή, μα για μένα μεγάλη,
οι άνθρωποι άλλοι, τοπίο θολό.
Κατάλογοι νέοι, «σκασμός», «στοιχηθείτε»,
χαστούκια αδιάντροπα, άγριες φωνές,
εκεί που ζητούσαμε χείρα βοηθείας,
εχθρούς μάς φερθήκαν, μικρούς μαθητές.
Στα λίγα μας γίδια φτερούγισ’ η σκέψη,
να φύγω ξανά στις δικές μου πλαγιές,
χωρίς απειλές σπουδαγμένων δασκάλων,
των λύκων καλύτερες οι υλακές.
Μ’ αρέσαν τα γράμματα και τα βιβλία,
τον κόσμο να μάθω, να ξέρω πολλά,
μα πάνω απ’ όλα ζητούσα μονάχα,
να μη με προγκίζει ποτέ η σκλαβιά.
Σκληρή η βδομάδα και είπα θα φύγω
και ας συγκρουστώ με παππού και γονείς,
που είχανε βάλει σκοπό τους και όρκο,
σπουδαίος να γίνω, να είν’ ευτυχείς.
Τη δεύτερη ώρα, πρωί τού Σαββάτου,
το διάλειμμα χτύπησε λυτρωτικό,
και μες στο προαύλιο, δίπλα στη βρύση,
μπροστά μου ένα πρόσωπο μοναδικό.
Καμπάνα αντήχησε μες στην καρδιά μου,
για πρώτη φορά χτύποι τόσο τρελοί,
για πρώτη φορά ένα τέτοιο κορίτσι.
Κομμένη ανάσα, χαμένη φωνή.
Και όπως την κοίταζα μαρμαρωμένος,
τα βλέμματα ήρθαν στην ίδια γραμμή,
το ρόδινο φώτισε τα μάγουλά της.
Κουδούνι για μάθημα. Μεταβολή.
Αιώνας να φύγει η τρίτη η ώρα,
τρεχάλα στο διάλειμμα κι αναμονή.
Με άλλα κορίτσια παρέα μεγάλη,
κι εγώ απ’ την άκρη να δω αν με δει.
Περάσανε ώρες, περάσανε μέρες,
διαγράφτηκαν γίδια, πλαγιές και φυγή,
απάνω απ’ όλα το πρόσωπο εκείνης,
και ήτανε τόσο γλυκιά ταραχή.
Μαθήματα δύσκολα, ώρες μελέτης,
μα πείσμα να είμαι καλός μαθητής,
πρωί ανυπόμονα για το σχολείο,
και μες στην ψυχή μου φωτιά προσμονής.
Και κει που τα βλέμματα είχαν πυκνώσει,
απρόσμενα ήρθε η άλλη φυγή.
Μακριά μου σε πήραν μια νύχτα, Αννούλα,
στου κόσμου την άκρη μετεγγραφή.
Εγώ στο σχολειό μας, εσύ στη Μελβούρνη
, οι ώρες κι οι μέρες γυρίσαν βαριές,
τετράδια, βιβλία και μέσα η μορφή σου
κι ας ήτανε όμορφες γύρω πολλές.
Προσπάθησα χρόνια, να μάθω, Αννούλα,
και γράμματα έστειλα για να σε βρω,
αλλιώς είχε κάνει τα σχέδια η Τύχη,
μα πάντα απάνω μου σε κουβαλώ.
Και τώρα, Αννούλα, που παίζω μ’ εγγόνια,
η μνήμη σε φέρνει μπροστά μου, κρυφά,
και όσο περνούνε και φεύγουν τα χρόνια,
αέναη καίει εκείνη η φωτιά.
Άρης Άλμπης