(Ωδή στον Πρίγκιπα των δικών μου σκοτεινών χρόνων…)
Οι φίλοι μου ανάψανε κεριά,
τους φάρους τους, ξοπίσω μου και πάμε
μας βλέπει ο καιρός κι, ίσως, γελά
που φύγαμε κι ακόμη εδώ μεθάμε…
Οι εχθροί μου κουβεντιάζουν στη σκιά
(δεν λέει πια στα μούτρα να με φτύνουν!)
θα πουν κι αυτοί, ξερνώντας, ένα ‘γεια’
μετά, για τα παζάρια τους θα φύγουν
Οι ορίζοντες απόψε με καλούν…
Ανύποπτα, για εκεί πάντα τραβούσα…
Οι μέσα μου φωτιές, αυτές με ζουν:
η Τροία, η Αθήνα και η Προύσα
Ποιο όνειρο με πίστεψε εδώ;
Σε ποιο όνειρο τα μάτια μου έχω δέσει;
Στις ξέρες σου αντέχω, επιζώ
κι απόμεινα γυμνός, μέχρι τη μέση…
Ποιο φάρμακο μου έταξες ζωή;
Ποιον πένθιμο μου φύσηξες αέρα;
Ποιος έρωτας σαλπίζει τη στιγμή;
Ποιον θάνατο σαλπίζει αυτή η μέρα;
Γιώργος Γκρίλης