Αξίζει λοιπόν, ξυπόλητος να περπατώ...
Γυμνή τσιγγάνα που χορεύει
λικνίζοντας τ’ αθάνατο κορμί,
σε πανάρχαιο πηγάδι απ’ τη μέθη,
μες στην ομίχλη οραματίστηκε παιδί
και το μυαλό του έστησε γιορτή.
Η γοητεία της, τον συνεπαίρνει,
η ομορφιά της, του κλέβει την καρδιά
και γεννιέται θεόσταλτη μιαν έλξη,
που το τσιγγάνικο βυζί μόνο ρουφά,
απ’ τον έρωτα και τη λευτεριά.
Και το παιδί κουρνιάζει, όταν χαράζει,
φοβάται, μη δε τη ξαναδεί,
σαν αχαλίνωτο όνειρο που στάζει,
αίμα λευκό για να ξεπλυθεί,
η σκέψη που τον γέμιζε ηδονή.
Και το πηγάδι δε στέρεψε ποτέ,
η μουσική, δεν κλείνει όσο κι αν θες
«κι η τσιγγάνα που χορεύει μ’ ακουμπά,
με μια ματιά της, στα χείλη με φιλά
και μ’ οδηγεί, όπου εκείνη πα,
δημοκρατία, έρωτα και λευτεριά.
Αξίζει λοιπόν, ξυπόλητος να περπατώ,
παρά να ζητιανεύω, αγάπη στα ρομπότ,
τα άβουλα τα όντα, του 21ου αιώνα,
που φορέσανε στην ελευθερία, ψεύτικο χιτώνα.
Κοιμηθείτε πρόβατα, αν σας αρέσει αυτή η χώρα».
Μαίρη Νταλλή