Ένας κόμπος σου κλείνει το λαιμό σαν να παλεύεις με τον ωκεανό...
Παράξενος που είναι ο κόσμος
Όταν είναι βράδυ και νοιώθεις τόσο μόνος
Ένας κόμπος σου κλείνει το λαιμό
Σαν να παλεύεις με τον ωκεανό
Ψάχνεις να βρεις τι φταίει
Ποιος θεός σε λιώνει σαν κερί, σε καίει
Μονολογείς μες στο σκοτάδι
Σκέφτεσαι είσαι μόνος, ούτε ένα χάδι
Η μουσική σου κάνει συντροφιά
Κλείνεις τα μάτια, μάταια για το όνειρο
Μα σε κυνηγάει το τέρας το παμπόνηρο
Δε σε αφήνει, σε στέλνει στη σκιά
Εκεί που υπάρχει η απονιά
Η λήθη και η λησμονιά
Θέλεις να φύγεις
Κι από τα δαιμόνια να ξεφύγεις
Κρατάς κρυμμένα μυστικά
Μα ο Διόνυσος τα ξέρει
Και σε γυρίζει πίσω βιαστικά
Στα απόμερα του μέρη
Το χιόνι άρχισε να πέφτει
Κι εσύ κοιτάζεις στον καθρέφτη
Κάποια θεά σε χαιρετάει
Δεν ξέρω λες, έφυγε πάει.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΝΑΡΔΟΣ
Από την Ποιητική Συλλογή 'Φανέρωση ψυχής'