Δεν γεννιούνταν ο Χριστός τη μέρα εκείνη, όχι, δε γεννιούνταν, μαθές, παρά πέθαινε, ανάμεσα στους ανθρώπους που γιόρταζαν τη γέννησή του...
"Εμένα μωρέ ο παππούς μου"είπε ο γεροεργάτης και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, να αφουγκραστούν οι σύντροφοι, "ήτονε αγράμματος, χωριάτης, μα μου πε μια κουβέντα που δεν ξέχασα ποτέ". Μισοτρελαμένο τον είχαν όλοι του σογιού, πως τον τρέζανε το γηραθειό και η αρρώστια, μα εγώ ήξερα, το μυαλό του ήταν ακόμα φωτιά αναμμένη.
Ένα μεσημέρι καθόμασταν στην αυλή του χιλιογκρεμισμένου απο την Τουρκιά και χιλιοξαναχτισμένου σπιτιού του. Καλοκαίρι, κάψα πολλή. Δεν είχαμε ανάγκη κανένα, μόνο ένα μπουκάλι κρύο νερό, δύο ποτήρια και ασκιανό ίσα ίσα να μας χωρά. Ήμουν ακόμη μικρός, δε θα μουν 10 χρόνων, και μάχουνταν όλοι να με κάμουν άνθρωπο -μη με κοιτάτε τώρα, που γίνηκα εργάτης.
Τούτος λοιπόν ο παμπόνηρος με ρώτησε τη μέρα εκείνη: "Μανιό μου, ξέρεις τι πάει να πει άνθρωπος;""άνθρωπος,"του απάντησα με σιγουριά, γιατί τούτο μας είχε μάθει στο σκολείο ο δάσκαλος, "πάει να πει αυτός που σκέφτεται". "Λάθος Μανιό" ,μου πε με άνεση και χαμογέλασε κάτω από τα πυκνά μουστάκια. Μου ρθε να βάλω τα γέλια. Πώς μπορεί ο αναλφάβητος ετούτος να τα βάνει με το σπουδαγμένο κ.Γεωργιλάκη; "Εμάς παππού, ο δάσκαλος μας στο σκολειό, ο γραμματισμένος , ο σπουδαγμένος, αυτά μας λέει για τον άνθρωπο. Ψέματα λέει;"ρώτησα όλο περιγέλιο. "Ψέματα λέει, ανάθεμα τον ",φώναξε,"ψέματα!"και σήκωσε τη γροθιά αψηλά, σα να καταριούνταν τους δασκάλους, τους γραμματισμένους και τους σπουδαγμένους. "Άνθρωπος, μικιό, και να το θυμάσαι καλά, άνθρωπος πάει να πει αυτός που νοιάζεται!"
Που ξανακούστηκε τέτοιος ορισμός! Δεν μπορούσα να καταλάβω τη σιγουριά του σαρακοφαγωμένου χειλιού όταν μου πρόφερε τη λέξη. Τόσοι και τόσοι διανοούμενοι μάχουνται αιώνες να βρουν μιαν εξήγηση για το μυστήριο που το λένε άνθρωπο, και έρχεται αυτός, με απλότητα, με θυμό μάλιστα να φωνάζει και να λέει «πάει να πει νοιάζουμαι». Εε όχι!
Περιγέλασα πολύ το λόγο ετούτον, κρύφτηκε ευτύς, αξεδιάλυτος, στα πιο αψηλά ράφια του νου μου.
Μεγάλωσα, δεν τα βρήκα με τα γράμματα, είχε ένα γνωστό ο πατέρας μου που δούλευε σε φάμπρικα, με τα σούρτα φέρτα με βάλανε μέσα. Αγάπησα μιαν οβραία, την πήρα γυναίκα μου, ζύμωσα τα σπλάχνα της και έβγαλα δυο γιους. Όλα πηγαίνανε καλά. Έβγαζα καλό μεροκάματο απ τη φάμπρικα, δούλευε και η Γιάβα - έτσι τη λέγανε, θεός συχωρεστη - στα πλούσια σκαλοπάτια και τα γυάλιζε, δόξα σοι ο θεός, καλοπλερωτής το αφεντικό, παράπονο δεν είχαμε, η ζωή μας χαμογελούσε.
Πλησιάζανε Χριστούγεννα, Δεκέμβρης μήνας, και στα Χανιά έπιασε ο παγετός την πιο λευκή μπογιά του και πήρε να βάφει αυλές, ταράτσες, μιναρέδες και εκκλησιές. Ο δρόμος γεμάτος ανθρώπους, εκστασιασμένους, να παίζουν με το χιόνι, να ανταλλάζουν ένα καλό λόγο, και να γελούνε δυνατά. Γεννιούνταν μαθές, τον καιρό εκείνο ο Χριστός, χαρά μεγάλη Θεού και ανθρώπου. Νιώθαμε όλοι το Χριστό να ζεσταίνεται στη φάτνη-την καρδιά μας- και να μας χαμογελά.
Προχωρούσα και γω, όλο χαρά, όλο πνέμα γιορτινό στα χανιώτικα σοκάκια και γύριζα από τα ψουνίσματα. Και τι δεν είχα παρμένο! Πρωί πρωί σηκώθηκα και πήγα στον κουρέα, ξούρισα τ απεριποίητα γένια, στον κρεοπώλη για το γουρουνόπουλο, στο μανάβικο για καρότα, κουκουνάρια και ρύζι, να γεμίσει η γυναίκα το κρέας-κιας μη γιόρταζε η παντέρμη το Χριστό-χαλβά φρέσκο από τα Φάρσαλα και κάθε λογής λιχουδιά. Και θα άνοιγα το παλιό κρασί από το χωριό, να πιούμε με τους γειτόνους.
Σταμάτησε, περιεργάστηκε με το βλέμμα του τον καφενέ, ύστερα εμάς, έναν έναν, εμπιστευτικά να να θελε να μας πει μεγάλο μυστικό. Κατέβασε μονοκοπανιά το ποτήρι τη ρακή και συνέχισε "Προχωρούσα ήρεμος, λίγο κρυωμένος, μα ευτυχισμένος, χαρά θεού, έγνοια καμία, σα να χε η αδικία ολότελα αφανιστεί από τη γης. Μα ξάφνου, ανάμεσα στα γελαστά κι άνεγνοιαστα πρόσωπα, ξέκρινα σε μια γωνιά του δρόμου, σκελεθρωμένο, κουρελιασμένο, ένα παιδί να κάθεται και να κοιτάζει κάτω οθε το χιόνι και να τρέμει.
Σταμάτησε, περιεργάστηκε με το βλέμμα του τον καφενέ, ύστερα εμάς, έναν έναν, εμπιστευτικά να να θελε να μας πει μεγάλο μυστικό. Κατέβασε μονοκοπανιά το ποτήρι τη ρακή και συνέχισε "Προχωρούσα ήρεμος, λίγο κρυωμένος, μα ευτυχισμένος, χαρά θεού, έγνοια καμία, σα να χε η αδικία ολότελα αφανιστεί από τη γης. Μα ξάφνου, ανάμεσα στα γελαστά κι άνεγνοιαστα πρόσωπα, ξέκρινα σε μια γωνιά του δρόμου, σκελεθρωμένο, κουρελιασμένο, ένα παιδί να κάθεται και να κοιτάζει κάτω οθε το χιόνι και να τρέμει.
Ένα άδειο κουτί σπίρτα ήταν ανοιχτό ζερβά του, και γύρω του σκόρπια σπίρτα, αλλά σπασμένα, άλλα καμένα και είχε σηκώσει με τα μελανιασμένα από το κρύο δάχτυλα του μιαν ασημένια κούπα και ζητιάνευε και μες στη χαρά τους ο κόσμος και ο Θεός δεν το βλέπανε. Αόρατο κειτούνταν και με αδύναμη φωνή παρακαλούσε, μα τα γέλια μαθές και τα τραγούδια ήταν πολύ δυνατά, δεν έφτανε η φωνή του".
Σταμάτησε πάλι, ανακράτησε ένα λυγμό, σκούπισε θυμωμένος το μάγουλο του και συνέχισε. "Ο Θεός να με συγχωρέσει, τα χασα, τρόμαξα, δεν ήξερα τι να κάνω, του πέταξα βιαστικά μια δεκάρα και έφυγα. "Ελέησα το φτωχό"σκέφτηκα ο τιποτένιος, "έκαμα το χρέος μου". Γύρισα στο σπίτι, ετοιμάσαμε το τραπέζι, ήρθαν οι γειτόνοι, φάγαμε, ήπιαμε, ζεσταθήκαμε, μας πήρε γλυκύς ο ύπνος.
Την άλλη μέρα περνούσα από το ίδιο μέρος να δω τι απόγινε το ζητιανάκι. Μα σαν έφτασα σκίστηκε η καρδιά μου. Είχε γύρει το κεφαλάκι του προς τα πίσω, τα μάτια του είχαν μείνει ανοιχτά να κοιτούνε το γαλανό πια ουρανό, και τα χέρια του κοκαλωμένα, ακόμα με την κούπα περιπλεμένη στα πετρωμένα δάχτυλα και δύο τρεις δεκάρες μέσα. το χε βάψει κι αυτό ο παγετός κάτασπρο. Απογύρισα το βλέμμα μου να μη βλέπω.
Αυτό θα πει Χριστούγεννα; Που 'τανε ο Θεός; που ο άνθρωπος; Δεν γεννιούνταν ο Χριστός τη μέρα εκείνη, όχι, δε γεννιούνταν, μαθές, παρά πέθαινε, ανάμεσα στους ανθρώπους που γιόρταζαν τη γέννησή του, μες στα κουρέλια, ζητιανόπουλο, γιατί κανείς πιστός δε βρέθηκε να τον πάρει απ το παγετωμένο χέρι και να τον μπάσει στο σπίτι του.Πώς θα μπορούσα να αντικρίσω πια τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τον κόσμο και να μαι ξέγνοιαστος;"
ΝίκοςΣφηνιάς