Κι εσάς λατρείες μου σας πήρε το ποτάμι...
Σ’ ενός παλιού μου σακακιού την τρύπια τσέπη
κάτι φιλιά βρήκα εκεί, θρυμματισμένα
αρχαία νομίσματα, καράτια δοξασμένα
τώρα αμήχανα γελάει όποιος τα βλέπει
Μ’ άγιους όρκους, ύποπτους και βιαστικά υλικά
οι αγάπες κλέβουν όνειρα και ζουν με δανεικά
Τον κόσμο αχότραγα κρατούσε η μια παλάμη
κι η άλλη αρώματα με χάρη ψηλαφούσε
δεν είμαι πια ο βασιλιάς που σας μεθούσε
κι εσάς λατρείες μου σας πήρε το ποτάμι